- αναγούλιασμα
- το [αναγουλιάζω]η αναγούλα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγούλιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα της αναγούλας, αυτό που προκαλεί αηδία: Τι αναγουλιάσματα ήταν αυτά που έλεγε; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek